- σιδερόδεση
- σιδεροδεστα η1) оковывание; 2) арматура
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδερόδεση — και σιδηρόδεση, η, Ν [σιδεροδένω] 1. σύνδεση λίθινων ή ξύλινων τεμαχίων με σιδερένια ελάσματα, ενίσχυση κατασκευής με σιδερένια ελάσματα 2. συνεκδ. κάθε τεμάχιο σιδήρου το οποίο χρησιμεύει για την σύνδεση δύο τμημάτων ενός αντικειμένου,… … Dictionary of Greek
σιδερόδεση — η σύνδεση λίθων ή ξύλων με σιδερένιες βέργες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηρόδεση — η, Ν βλ. σιδερόδεση … Dictionary of Greek
σιδηρόδεσμος — η, ο / σιδηρόδεσμος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η… … Dictionary of Greek